Language/Ancient-greek-to-1453/Grammar/Reflexive-Pronouns

From Polyglot Club WIKI
< Language‎ | Ancient-greek-to-1453‎ | Grammar
Revision as of 17:48, 3 June 2020 by Marianth (talk | contribs) (Created page with "== Reflexive Pronouns - Αυτοπαθητικές αντωνυμίες == {| class="wikitable" !'''Ελληνικά''' !'''English''' !'''Français''' |- |'''Αυτοπαθη...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Rate this lesson:
5.00
(one vote)

Reflexive Pronouns - Αυτοπαθητικές αντωνυμίες

Ελληνικά English Français
Αυτοπαθητικές αντωνυμίες Reflexive Pronouns Pronoms réfléchis 
Αυτοπαθητικές λέγονται οι αντωνυμίες

που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο

ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει.

Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους

δεν συνηθίζονται στην ονομαστική,

παρά μόνο στις πλάγιες πτώσεις.

Οι αντωνυμίες αυτές έχουν τρία πρόσωπα

και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

Les pronoms réfléchis montrent que le même

sujet agit et souffre en même temps.

Il n'existe pas au première personne,

que à la forme indirecte.

Les pronoms réfléchis sont une combinaison

du non-réfléchi αὐτός. Ils ont trois personnes

et leur déclinaison est la suivante : 

α' πρόσωπο: ἐμαυτοῦἐμαυτῆς

β' πρόσωπο: σεαυτοῦ, σεαυτῆς

γ' πρόσωπο: ἑαυτοῦἑαυτῆς

α' personne: ἐμαυτοῦἐμαυτῆς

(moi-même)

β' personne: σεαυτοῦσεαυτῆς

( toi-même)*

γ' personne: 

ἑαυτοῦἑαυτῆς

  

* Οι τύποι του βʹ και γʹ προσώπου συχνά συναιρούνται:

π.χ. σεαυτοῦ > σαυτοῦ, σεαυτῆς > σαυτῆς κ.λπ.

π.χ. Γνῶθι σαυτὸν(= γνώρισε τον εαυτό σου).

* Formes concurrentes : σεαυτοῦ... ou σαυτοῦ

Par ex. : γνῶθι σαυτόν (connais-toi, toi-même).

« Chilon le Lacédémonien 6ème siècle avant J-C »

ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (α' πρόσωπο)
Ενικός αριθμός
  αρσενικό θηλυκό
Γεν. ἐμαυτοῦ ἐμαυτῆς
Δοτ. ἐμαυτῷ ἐμαυτῇ
Αιτ. ἐμαυτὸν ἐμαυτὴν
Πληθυντικός αριθμός
Γενική ἡμῶν αὐτῶν ἡμῶν αὐτῶν
Δοτική ἡμῖν αὐτοῖς ἡμῖν αὐταῖς
Αιτιατική ἡμᾶς αὐτοὺς ἡμᾶς αὐτὰς
 
σεαυτοῦ, σεαυτῆς, (β' πρόσωπο)
Ενικός αριθμός
  αρσενικό θηλυκό
Γενική σεαυτοῦ σεαυτῆς
Δοτική σεαυτῷ σεαυτῇ
Αιτιατική σεαυτὸν σεαυτὴν
Πληθυντικός αριθμός
Γεν. ὑμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν
Δοτ. ὑμῖν αὐτοῖς ὑμῖν αὐταῖς
Αιτ. ὑμᾶς αὐτοὺς ὑμᾶς αὐτὰς
 
ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς (γ' πρόσωπο)
Ενικός αριθμός
  αρσενικό θηλυκό
Γεν. ἑαυτοῦ ἑαυτῆς
Δοτ. ἑαυτῷ ἑαυτῇ
Αιτ. ἑαυτὸν ἑαυτὴν
Πληθυντικός αριθμός
Γεν. ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν
Δοτ. ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς ἑαυταῖς ή σφίσιν αὐταῖς
Αιτ. ἑαυτοὺς ή σφᾶς αὐτοὺς ἑαυτἀς ή σφᾶς αὐτἀς
ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (moi-même)

(α' personne)

Singulier
  masculin féminin
Gen. ἐμαυτοῦ ἐμαυτῆς
Dat. ἐμαυτῷ ἐμαυτῇ
Ac. ἐμαυτὸν ἐμαυτὴν
Pluriel
Genitif ἡμῶν αὐτῶν ἡμῶν αὐτῶν
Dat. ἡμῖν αὐτοῖς ἡμῖν αὐταῖς
Αc. ἡμᾶς αὐτοὺς

(nous-mêmes)

ἡμᾶς αὐτὰς
 
σεαυτοῦ, σεαυτῆς, ( toi-même)

(β' personne)

Singulier
  Mas. Fémin.
Gen. σεαυτοῦ σεαυτῆς
Dat. σεαυτῷ σεαυτῇ
Ac. σεαυτὸν σεαυτὴν
Pluriel
Gen. ὑμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν
Dat. ὑμῖν αὐτοῖς ὑμῖν αὐταῖς
Ac. ὑμᾶς αὐτοὺς ὑμᾶς αὐτὰς
 
ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς (γ' personne)

(soi, lui, elle)

Singulier
  Mas. Fém.
Gen. ἑαυτοῦ ἑαυτῆς
Dat. ἑαυτῷ ἑαυτῇ
Ac. ἑαυτὸν ἑαυτὴν
Pluriel
Gen. ἑαυτῶν ou σφῶν αὐτῶν

(eux-mêmes)

ἑαυτῶν ou σφῶν αὐτῶν
Dat. ἑαυτοῖς ou σφίσιν αὐτοῖς ἑαυταῖς ou σφίσιν αὐταῖς

(elles-mêmes)

Ac. ἑαυτοὺς ou σφᾶς αὐτοὺς ἑαυτἀς ou σφᾶς αὐτἀς

Photo : Pinterest

Contributors

Maintenance script and Marianth


Create a new Lesson