Language/Modern-greek-1453/Grammar/Reflective-pronouns-Αυτοπαθείς-αντωνυμίες
Definition
English |
Français |
Ελληνικά |
---|---|---|
Reflective pronouns express an action that the subject does on himself, but they also accept the energy of the verb.
Sometimes autopathy is indicated by choosing the appropriate verb in the passive voice. Τhis pronoun is emphatic eg. |
Les pronoms réfléchis expriment une action que le sujet fait sur lui-même, mais mais ils acceptent également l'énergie du verbe.
Parfois, l'autopathie est indiquée en choisissant le verbe approprié dans la voix passive. Ce pronom est emphatique. par ex. |
Οι αυτοπαθείς αντωνυμίες μάς δείχνουν ότι το ίδιο πρόσωπο ενεργεί αλλά και δέχεται την ενέργεια του ρήματος.
Μερικές φορές, η αυτοπάθεια δηλώνεται με την επιλογή του κατάλληλου ρήματος στην παθητική φωνή. π.χ. |
**Greek forms reflexive pronouns combining the personal pronoun with the corresponding form of "αυτός, αυτή, αυτό"(he) |
1. Je lave mes mains = je me lave
2. Je m'intéresse qu'à moi-même 3. Tu t'intéresses qu'à toi-même 4. Il s'intéresse qu'à lui-même **Le grec forme les pronoms réflexifs combinant le pronom personnel avec la forme correspondante de "αυτός, αυτή, αυτό"(il) |
1. Πλένω τα χέρια μου = πλένομαι
2. Ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου 3. Ενδιαφέρεσαι μόνο για τον εαυτό σου 4. Ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του
**Οι αυτοπαθείς αντωνυμίες είναι ένας συνδυασμός της προσωπικής αντωνυμίας και του "αυτός , αυτή, αυτό |
Declension - Κλίση
Ενικός αριθμός : Singular
α' πρόσωπο : a' person |
β' πρόσωπο : β' person |
γ' πρόσωπο : γ' person | |
---|---|---|---|
Ον.= nominatif |
ο εαυτός μου : myself / moi-même) |
ο εαυτός σου : yourself / toi-même |
ο εαυτός του/της: himself / soi-même/ lui-même |
Γεν.= génitif |
του εαυτού μου |
του εαυτού σου |
του εαυτού του/της |
Αιτ.= accusatif |
τον εαυτό μου |
τον εαυτό σου |
τον εαυτό του/της |
Πληθυντικός αριθμός : plural
α' πρόσωπο : a' person |
β' πρόσωπο : β' person |
γ' πρόσωπο : γ' person | |
---|---|---|---|
Ον. |
ο εαυτός μας: ourselves /nous-mêmes |
ο εαυτός σας : yourselves / vous-mêmes |
ο εαυτός τους: themselves / eux-mêmes |
Γεν. |
του εαυτού μας / των εαυτών μας |
του εαυτού σας / των εαυτών σας |
του εαυτού τους / των εαυτών τους |
Αιτ. |
τον εαυτό μας / τους εαυτούς μας |
τον εαυτό σας / τους εαυτούς σας |
τον εαυτό τους / τους εαυτούς τους |
- Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!!!
- Contribution bénévole visant à aider les personnes, partout dans le monde, qui sont engagées dans l'apprentissage de la langue grecque !!!
- Voluntary contribution aimed at helping people, all over the world, who are committed to learning the Greek language !!!