To have - Έχω
Ελληνικά
|
English
|
Français
|
Στη νέα ελληνική γλώσσα τα ρήματα: είμαι και έχω ονομάζονται βοηθητικά, επειδή μπορούν να συνδυαστούν με τα υπόλοιπα ρήματα βοηθώντας στον σχηματισμό τους.
|
|
En grec moderne, les verbes: être et avoir sont les deux verbes auxiliaires, car ils sont utilisés pour former les temps composés du passé. Parfois, on utilise "avoir", parfois "être", cela dépend du verbe.
|
|
οριστική :
indicatif
|
υποτακτική :
subjonctif
|
προστακτική :
impératif
|
μετοχή :
participe
|
Ενεστώτας
Présent
|
έχω
έχεις
έχει
έχουμε
έχετε
έχουν(ε)
|
να έχω
να έχεις
να έχει
να έχουμε
να έχετε
να έχουν(ε)
|
έχε
έχετε
|
έχοντας
|
Παρατατικός
Imparfait
|
είχα
είχες
είχε
είχαμε
είχατε
είχαν(ε)
|
να είχα
να είχες
να είχε
να είχαμε
να είχατε
να είχαν(ε)
|
|
|
Εξακολουθητικός Μέλλων
Futur simple
|
θα έχω
θα έχεις
θα έχει
θα έχουμε
θα έχετε
θα έχουν(ε)
|
|
|
|
|
Photo Pinterest