Difference between revisions of "Language/Ancient-greek-to-1453/Grammar/Possessive-pronouns"
Line 90: | Line 90: | ||
( leurs, les leurs) | ( leurs, les leurs) | ||
|} | |} | ||
Revision as of 16:29, 2 June 2020
Possessive pronouns - Κτητικές αντωνυμίες
Ελληνικά | English | Français |
---|---|---|
Κτητικές αντωνυμίες | Possessive pronouns | Pronoms possessifs |
Κτητικές λέγονται οι αντωνυμίες
που φανερώνουν σε ποιόν ανήκει κάτι, δηλαδή, ορίζουν τον κτήτορα δηλώνοντας τον κάτοχο ενός πράγματος ή πολλών αντικειμένων, ακόμα μιας σχέσης, συγγενικής, φιλικής, κλπ. Έχουν τρία πρόσωπα, όπως και οι προσωπικές, και σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών. |
Le pronom possessif sert à remplacer
un nom précédé d'un adjectif possessif désignant le détenteur d'une chose même de nombreux, ou d'une relation relatif, amical etc. Ils ont trois personnes, comme les pronoms personnels et sont formés par les thèmes des pronoms personnels. | |
Α' Για έναν κτήτορα | Α' Pour un détenteur
( aux trois genres) | |
α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν
(= δικός μου, δική μου, δικό μου) β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου) γ' πρόσωπο: ἐός, ἐή, ἐόν (δικός του, δική του, δικό του) |
α' personne: ἐμός, ἐμή, ἐμόν
(mon, ma, le mien..) β' personne : σός, σή, σόν (ton, ta, le tien) γ' personne : ἐός, ἐή, ἐόν (le sien ) | |
Β' Για πολλούς κτήτορες | Β' de nombreux détenteurs
( aux trois genres) | |
α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον
(δικός μας, δική μας, δικό μας) β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας) γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους) |
α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον
( nôtre, le nôtre. ) β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (vôtre, le vôtre ) γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον ( leurs, les leurs) |