Difference between revisions of "Language/Modern-greek-1453/Grammar/Contract-Verbs"
Line 45: | Line 45: | ||
|- | |- | ||
! | ! | ||
Ενεστώτας Present | |||
|'''αγαπάω / αγαπώ ''' | |'''αγαπάω / αγαπώ ''' |
Revision as of 22:51, 26 December 2020
Contract Verbs - Συνηρημένα ρήματα
Ελληνικά |
English |
Français |
---|---|---|
Τα ρήματα που έχουν χρονικό χαρακτήρα α , ε, ο συναιρούν το φωνήεν αυτό στον ενεστώτα και τον παρατατικό
με το ακόλουθο φωνήεν των καταλήξεων και γι΄αυτό λέγονται συνηρημένα. π.χ αγαπάω – αγαπώ
|
The rules of vowel contraction operate in verbs when the ends in one of three short vowels: α, ε , ο.
In these cases, the final vowel of the stem contracts with the thematic vowel of –ω verbs. Verbs that exhibit these contractions are called contract verbs. For example: αγαπάω - αγαπώ ( to love / aimer ). |
Les verbes dits "contractes" sont des verbes dont le radical se termine par une voyelle brève : ε, α, ο.
Celle-ci se contracte avec la désinence. Ainsi, le radical αγαπά- au contact de la désinence -ω- se contracte en αγαπώ
La contraction modifie l'accentuation. |
Το ρήμα αγαπάω - αγαπώ : I love / aimer' στην ενεργητική φωνή
Οριστική / Indicative |
Υποτακτική / Subjunctive |
Προστακτική Imperative |
Απαρέμφατο
Infinitive | |
---|---|---|---|---|
Ενεστώτας Present |
αγαπάω / αγαπώ | να αγαπάω / να αγαπώ | - | -
Μετοχή Participle αγαπώντας |
αγαπάς | να αγαπάς | αγάπα / αγάπαγε | ||
αγαπάει / αγαπά | να αγαπά / να αγαπάει | - | ||
αγαπούμε / αγαπάμε | να αγαπούμε / να αγαπάμε | - | ||
αγαπάτε | να αγαπάτε | αγαπάτε | ||
αγαπούν / αγαπούνε / αγαπάν / αγαπάνε | να αγαπούν / να αγαπούνε / να αγαπάν / να αγαπάνε | - | ||
Παρατατικός
Imparfait |
αγαπούσα / αγάπαγα | - | - | - |
αγαπούσες / αγάπαγες | - | - | ||
αγαπούσε / αγάπαγε | - | - | ||
αγαπούσαμε / αγαπάγαμε | - | - | ||
αγαπούσατε / αγαπάγατε | - | - | ||
αγαπούσαν / αγαπούσανε / αγαπάγανε / αγάπαγαν | - | - | ||
Αόριστος / Simple past | αγάπησα | να αγαπήσω | - | αγαπήσει |
αγάπησες | να αγαπήσεις | αγάπησε / αγάπα | ||
αγάπησε | να αγαπήσει | - | ||
αγαπήσαμε | να αγαπήσομε / να αγαπήσουμε | - | ||
αγαπήσατε | να αγαπήσετε | αγαπήστε / αγαπήσατε | ||
αγάπησαν / αγαπήσανε | να αγαπήσουν / να αγαπήσουνε | - | ||
Παρακείμενος
Present perfect |
έχω αγαπήσει | να έχω αγαπήσει | - | - |
έχεις αγαπήσει | να έχεις αγαπήσει | - | ||
έχει αγαπήσει | να έχει αγαπήσει | - | ||
έχουμε αγαπήσει | να έχουμε αγαπήσει | - | ||
έχετε αγαπήσει | να έχετε αγαπήσει | - | ||
έχουν αγαπήσει | να έχουν αγαπήσει | - | ||
Υπερσυντέλικος
Past perfect |
είχα αγαπήσει | - | - | - |
είχες αγαπήσει | - | - | ||
είχε αγαπήσει | - | - | ||
είχαμε αγαπήσει | - | - | ||
είχατε αγαπήσει | - | - | ||
είχαν αγαπήσει | - | - | ||
Συντετελεσμένος μέλλων
Future perfect |
θα έχω αγαπήσει | - | - | - |
θα έχεις αγαπήσει | - | - | ||
θα έχει αγαπήσει | - | - | ||
θα έχουμε αγαπήσει | - | - | ||
θα έχετε αγαπήσει | - | - | ||
θα έχουν αγαπήσει | - | - | ||
Εξακολουθητικός
Μέλλων Future continuous |
θα αγαπάω / θα αγαπώ | - | - | - |
θα αγαπάς | - | - | ||
θα αγαπά / θα αγαπάει | - | - | ||
θα αγαπούμε / θα αγαπάμε | - | - | ||
θα αγαπάτε | - | - | ||
θα αγαπούν / θα αγαπούνε / θα αγαπάν / θα αγαπάνε | - | - | ||
Συνοπτικός μέλλων /
Simple Future |
θα αγαπήσω | - | - | - |
θα αγαπήσεις | - | - | ||
θα αγαπήσει | - | - | ||
θα αγαπήσουμε | - | - | ||
θα αγαπήσετε | - | - | ||
θα αγαπήσουν / θα αγαπήσουνε | - |
Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!!!
Sponsorisé d'amabilité visant à aider des étudiants ou non, partout sur Terre, qui sont engagés sur l'apprentissage de la langue grecque !!!
Photo : Pinterest