Difference between revisions of "Language/Modern-greek-1453/Grammar/Possessive-Pronouns"
Line 1: | Line 1: | ||
[[File:6.jpg|thumb|none]] | |||
'''Κτητικές αντωνυμίες. (les pronoms possessifs)''' | '''Κτητικές αντωνυμίες. (les pronoms possessifs)''' | ||
Revision as of 02:01, 29 December 2017
Κτητικές αντωνυμίες. (les pronoms possessifs)
Κτητικές αντωνυμίες λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν σε ποιόν ανήκει κάτι και αυτές είναι οι εξής :
( Le pronom possessif sert à remplacer un nom précédé d'un adjectif possessif
Il varie selon le genre et le nombre du nom qu'il remplace ).
οι λέξεις: μου, σου, του, της , μας , σας, τους , : παράδειγμα : (βιβλίο μου, θρανίο σου, σπίτι μας, κ.λ.π.) |
το επίθετο δικός , δική , δικό .παράδειγμα : (δικό μου βιβλίο, δικό σου θρανίο, δική σου σάκα, δικό του παιχνίδι, κ.λ.π.). |
***δικός , δική , δικό ( mien, mienne,sien)
δικά μας , δικά σας , δικά τους (nôtres ,vôtres ,leurs )
Προσοχή: (avertissement ): Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τις κτητικές αντωνυμίες με τις προσωπικές.
Οι κτητικές αντωνυμίες βρίσκονται πρίν ή μετά το ουσιαστικό, ενώ οι προσωπικές, συνοδεύουν ρήμα.
π.χ. Του είπα την αλήθεια. / Δώσε μου τη γόμα. (προσωπικές αντωνυμίες)
Έσπασα το ρολόι του. / Έχασα τnν σβήστρα μου. (κτητικές αντωνυμίες)
Αρσενικό (masculin) Ενικός αριθμός (singulier) | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α'πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β'πρόσωπο ένας κτήτορας |
β'πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ'πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες | |
ονομ. γεν. αιτ. |
δικός μου δικού μου δικό μου |
δικός μας δικού μας δικό μας |
δικός σου δικού σου δικό σου |
δικός σας δικού σας δικό σας |
δικός του δικού του δικό του |
δικός τους δικού τους δικό τους |
Πληθυντικός αριθμός (pluriel) | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικοί μου δικών μου δικοί μου |
δικοί μας δικών μας δικοί μας |
δικοί σου δικών σου δικοί σου |
δικοί σας δικών σας δικοί σας |
δικοί του δικών του δικοί του |
δικοί τους δικών τους δικοί τους |
Θηλυκό (féminin) Ενικός αριθμός (singulier) | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β' πρόσωπο ένας κτήτορας (possesseur) |
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες (possesseurs) | |
ονομ. γεν. αιτ. |
δική μου δικής μου δική μου |
δική μας δική μας δική μας |
δική σου δικής σου δική σου |
δική σας δική σας δική σας |
δική του δικής του δική του |
δική τους δική τους δική τους |
Πληθυντικός αριθμός (pluriel ) | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικές μου δικών μου δικές μου |
δικές μας δικών μας δικές μας |
δικές σου δικών σου δικές σου |
δικές σας δικών σας δικές σας |
δικές του δικών του δικές του |
δικές τους δικών τους δικές τους |
Ουδέτερο (neutre) | ||||||
Ενικός αριθμός (singulier) | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β' πρόσωπο ένας κτήτορας |
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες | |
ονομ. γεν. αιτ. |
δικό μου δικού μου δικό μου |
δικό μας δικού μας δικό μας |
δικό σου δικού σου δικό σου |
δικό σας δικού σας δικό σας |
δικό του δικού του δικό του |
δικό τους δικού τους δικό τους |
Πληθυντικός αριθμός (pluriel) | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικά μου δικών μου δικά μου |
δικά μας δικών μας δικά μας |
δικά σου δικών σου δικά σου |
δικά σας δικών σας δικά σας |
δικά του δικών του δικά του |
δικά τους δικώντους δικά τους |