Difference between revisions of "Language/Modern-greek-1453/Grammar/Relative-Pronouns"

From Polyglot Club WIKI
Jump to navigation Jump to search
Line 29: Line 29:




Έχασα το βιβλίο το οποίο μου δάνεισες : I lost the book which you lend me /J'ai perdu le livre que tu m'as prêté 
Έχασα το βιβλίο το οποίο μου δάνεισες : I lost the book which you lend me /J'ai perdu le livre que tu m'as prêté  
 
 




Line 234: Line 232:
|ονομ.
|ονομ.
γεν.
γεν.
αιτ.
αιτ.
κλητ.
κλητ.
|όσος
|όσος
όσου
όσου
όσο
όσο
--
|όση
|όση
όσης
όσης
όση
όση
--
|όσο
|όσο
όσου
όσου
όσο
όσο
--
|-
|-
| colspan="4" |'''Πληθυντικός αριθμός'''
| colspan="4" |'''Πληθυντικός αριθμός'''
Line 250: Line 259:
|ονομ.
|ονομ.
γεν.
γεν.
αιτ.
αιτ.
κλητ.
κλητ.
|όσοι
|όσοι
όσων
όσων
όσους
όσους
--
|όσες
|όσες
όσων
όσων
όσες
όσες
--
|όσα
|όσα
όσων
όσων
όσα
όσα
--
|}
|}
* Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!!!
* Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!!!

Revision as of 13:31, 16 March 2021

10-2-49-638.jpg
Relative Pronouns

The relative pronoun is a pronoun are used to join sentenses, that connects two simple sentences together to create a complete sentence.


Attention:

Do not confuse “που” with the interrogative pronoun  “πού” which means :where/ où 


Αναφορικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που εισάγουν δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες είτε αποτελούν όρους που βρίσκονται

έξω από την κύρια πρόταση, είτε είναι οι ίδιες όροι της πρότασης. Η χρήση τους είναι πολύ συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό.

Αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:


α) Που (invariable) :


Έχασα το βιβλίο που μου δάνεισες / I lost the book that you lend me /J'ai perdu le livre que tu m’as  prêté. 


β) Ο οποίος, η οποία, το οποίο : who, which / qui, lequel


Έχασα το βιβλίο το οποίο μου δάνεισες : I lost the book which you lend me /J'ai perdu le livre que tu m'as prêté  


γ) Όποιος, όποια, όποιο : whoever, whichever, anyone who / quiconque, quel qu'il soit


Όποιος θέλει ας το δοκιμάσει : Whoever wants may try it / Celui qui veut,  il peut l'essayer


δ) Όσος, όση, όσο : as much as, as many as / autant que  (This relative pronoun is used without article)


ε) Ό,τι (άκλιτο : invariable ) :whatever, what, any / peu importe, quoi


Πάρε ό,τι θέλεις : Take whatever you want / Prends ce que tu veux


στ) Οποιοσδήποτε, οσοσδήποτε, οτιδήποτε : anything /n'importe quoi

δεν ήταν ο οποιοσδήποτε εκεί : there wasn't anyone there / il n'était n'importe qui là-bas

Οτιδήποτε κι αν συμβεί, θα είμαστε νικητές : whatever happens, we are winners / quoi qu'il arrive, nous sommes gagn

ζ) οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε : as much as, as many as, as long as / autant que, aussi longtemps que


eg. Μένω οσοδήποτε θέλω : I stay as long as I want / je reste aussi longtemps que je veux


ο οποίος, α, ο : who, which / qui, lequel

Ενικός αριθμός: Singular
 Case αρσενικό

masculine

θηλυκό

female

ουδέτερο

neutral

ονομ.

γεν.

αιτ.

κλητ.

ο οποίος

του οποίου

τον οποίο

--

η οποία

της οποίας

την οποία

--

το οποίο

του οποίου

το οποίο

--

Πληθυντικός αριθμός : Plural
ονομ.

γεν.

αιτ.

κλητ.

οι οποίοι

των οποίων

τους οποίους

--

οι οποίες

των οποίων

τις οποίες

--

τα οποία

των οποίων

τα οποία

--

όποιος, α, ο : whoever, whichever, anyone who / quiconque, quel qu'il soit

Ενικός αριθμός : Plural
 case αρσενικό

masculine

θηλυκό

female

ουδέτερο

neutral

ονομ.: nom.

γεν.: genit.

αιτ. : accus.

κλητ.: voc.

όποιος

όποιου

όποιο(ν)

--

όποια

όποιας

όποια

--

όποιο

όποιου

όποιο

--

Πληθυντικός αριθμός
ονομ.

γεν.

αιτ.

κλητ.

όποιοι

όποιων

όποιους

--

όποιες

όποιων

όποιες

--

όποια

όποιων

όποια

--

όσος, η, ο : as much as, as many as / autant que

Ενικός αριθμός
  αρσενικό:

masculine

θηλυκό:

female

ουδέτερο

neutral

ονομ.

γεν.

αιτ.

κλητ.

όσος

όσου

όσο

--

όση

όσης

όση

--

όσο

όσου

όσο

--

Πληθυντικός αριθμός
ονομ.

γεν.

αιτ.

κλητ.

όσοι

όσων

όσους

--

όσες

όσων

όσες

--

όσα

όσων

όσα

--

  • Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!!!
  • Contribution bénévole visant à aider les personnes, partout dans le monde, qui sont engagées dans l'apprentissage de la langue grecque !!!
  • Voluntary contribution aimed at helping people, all over the world, who are committed to learning the Greek language !!!