Language/Ancient-greek-to-1453/Grammar/Verb-λύω:-active-voice
Ελληνικά |
English |
Français |
---|---|---|
Ρήμα λύω ενεργητική φωνή | Verb λύω : active voice | Le verbe : λύω (voix active) |
Η κλίση των ρημάτων στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι περίπλοκη.
Ως κλιτή γλώσσα, η γραμματική της είναι ανάλογη του πλούτου των γραμματικών της μεθόδων και των απαιτήσεων της πλαστικότητάς της. Το ελληνικό ρήμα ποικίλλει ανάλογα με τα γραμματικά χαρακτηριστικά του. Το ομαλό ρήμα "λύω" αποτελεί παράδειγμα στην κλίση των ρημάτων που λήγουν σε -ω |
The conjugation of ancient Greek is made complex,
by the richness of its inflectional methods and its denoted grammar. The Greek verb varies according to many grammatical features. The regular verb "λύω" (to untie) marks a paradigm for the conjugation of a regular verb ending in -ω. The middle voice and the passive voice express themselves in the same forms in the present and the perfect: this series of common forms is called medio-passive conjugation. |
La conjugaison du grec ancien est rendue complexe,
par la richesse de ses méthodes flexionnelles et de sa grammaire dénoté. Le verbe grec varie selon de nombreux traits grammaticaux. Le verbe régulier "λύω" (délier) marque un paradigme pour la conjugaison d'un verbe régulier terminé en -ω. La voix moyenne et la voix passive s'expriment par les mêmes formes au présent et au parfait : on appelle cette série de formes communes la conjugaison médio-passive. |
- In Ancient Greek grammar baritone verb is this not having any accent on the last syllable.
Eg : λύ ω : solve, free
δέ νω : tie
Χρόνος
temps - tense |
Ενεργητική
voix active - active voice |
Παθητική/ Μέση
passive / moyenne - Passive / Medium |
---|---|---|
ενεστώτας | λύω | λύ-ο-μαι |
παρατατικός | ἔλυον | ἐ-λυ-ό-μην |
μέλλων | λύσω | λυ-θή-σ-ο-μαι /λύ-σ-ο-μαι |
αόριστος | ἔλυσα | ἐλύ-θη-ν/ ἐλυ-σά-μην |
παρακείμενος | λέλυκα | λέ-λυ-μαι (médio-passive) |
Υπερσυντέλικος
Τετελ.Μελ : |
ἐλελύκειν
------------ |
ἐ-λε-λύ-μην
λε-λύ-σ-ο-μαι |
Ενεργητική] φωνή
ευγενική προσφορά του Γερ. Λογιωτατόπουλου | |||||
Χρόνοι
(temps) |
Οριστική | Υποτακτική | Ευκτική | Προστακτική | |
---|---|---|---|---|---|
Ενεστώς
(présent) |
λύ-ω
λύ-εις λύ-ει λύ-ομεν λύ-ετε λύ-ουσιν |
λύ-ω
λύ-ῃς λύ-ῃ λύ-ωμεν λύ-ητε λύ-ωσιν |
λύ-οιμι
λύ-οις λύ-οι λύ-οιμεν λύ-οιτε λύ-οιεν |
λῦ-ε λυ-έτω λύ-ετε λυ-όντων ή λυ-έτωσαν |
Απαρέμφατο
λύ-ειν Μετοχή λύ-ων λύ-ουσα λῦ-ον |
Παρατατικός
(imparfait) |
ἔλυ-ον
ἔλυ-ες ἔλυ-ε ἐλύ-ομεν ἐλύ-ετε ἔλυ-ον |
||||
Μέλλων
(futur) |
λύσ-ω
λύσ-εις λύσ-ει λύσ-ομεν λύσ-ετε λύσ-ουσιν |
λύσ-οιμι
λύσ-οις λύσ-οι λύσ-οιμεν λύσ-οιτε λύσ-οιεν |
Απαρέμφατο
λύσ-ειν Μετοχή λύσ-ων λύσ-ουσα λῦσ-ον | ||
Αόριστος
(aoriste) |
ἔλυσ-α
ἔλυσ-ας ἔλυσ-ε ἐλύσ-αμεν ἐλύσ-ατε ἔλυσ-αν |
λύσ-ω
λύσ-ῃς λύσ-ῃ λύσ-ωμεν λύσ-ητε λύσ-ωσιν |
λύσ-αιμι
λύσ-αις, λύσ-ειας λύσ-αι, λύσ-ειεν λύσ-αιμεν λύσ-αιτε λύσ-αιεν λύσ-ειαν |
λῦ-σον
λυ-σάτω λύ-σατε λυ-σάντων ή λυ-σάτωσαν |
Απαρέμφατο
λῦσ-αι Μετοχή λύσ-ας λύσ-ασα λῦσ-αν |
Παρακείμενος
Μονολεκτικός (parfait monolectique) |
λέλυκ-α
λέλυκ-ας λέλυκ-ε λελύκ-αμεν λελύκ-ατε λελύκ-ασιν |
λελύ-κω
λελύ-κῃς λελύ-κῃ λελύ-κωμεν λελύ-κητε λελύ-κωσιν |
λελύ-κοιμι
λελύ-κοις λελύ-κοι λελύ-κοιμεν λελύ-κοιτε λελύ-κοιεν |
Απαρέμφατο
λελυ-κέναι Μετοχή λελυ-κώς λελυ-κυῖα λελυ-κός | |
Παρακείμενος
Περιφραστικός (parfait périphrastique) |
λελυκώς, -κυῖα, -κός ὦ
λελυκώς, -κυῖα, -κός ᾖς λελυκώς, -κυῖα, -κός ἦ λελυκότες, -κυῖαι,-κότα ὦμεν λελυκότες, -κυῖαι,-κότα ἦτε λελυκότες, -κυῖαι,-κότα ὦσιν |
λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴην
λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴης λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴη λελυκότες, -κυῖαι,-κότα εἴημεν-εἶμεν λελυκότες, -κυῖαι,-κότα εἴητε-εἶτε λελυκότες, -κυῖαι,-κότα εἴησαν-εἶεν |
λελυκώς, -κυῖα, -κός ἴσθι
λελυκώς, -κυῖα, -κός ἔστω λελυκότες, -κυῖαι,-κότα ἔστε λελυκότες, -κυῖαι,-κότα ἔστων |
||
Υπερσυντέλικος
(plus-que-parfait) |
ἐλελύ-κειν
ἐλελύ-κεις ἐλελύ-κει ἐλελύ-κεμεν ἐλελύ-κετε ἐλελύ-κεσαν |
Author[edit source]
- Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!
- Contribution bénévole visant à aider les personnes, partout dans le monde, qui sont engagées dans l'apprentissage de la langue grecque !
- Voluntary contribution aimed at helping people, all over the world, who are committed to learning the Greek language!
Sources[edit | edit source]
Other Lessons[edit | edit source]
- Ancient Greek Correlatives
- Indefinite Pronouns
- Greek writing through time
- Interrogative Pronouns
- Orthographic signs: Spirits
- Ancient Greek impersonal verbs
- Ancient Greek irregular nouns
- Pronouns
- The verb have (ἔχω)
- The Middle Voice of λύω : λύομαι