Language/Ancient-greek-to-1453/Grammar/The-verb-have-(ἔχω)

From Polyglot Club WIKI
Jump to navigation Jump to search
This lesson can still be improved. EDIT IT NOW! & become VIP
Rate this lesson:
5.00
(2 votes)

Αρχείο λήψης (1).jpg

The verb ἔχω- have is in the active voice[edit | edit source]

Homer uses the poetic aorist ἔσχεθον rather than ἔσχον about half the time, and likewise in ἀνέχω, κατέχω, ὑπέχω, and ὑπερέχω.

  • Present: ἔχω, ἔχομαι
  • Imperfect: εἶχον, εἰχόμην
  • Future: ἕξω, ἕξομαι (imperfective)
  • Future: σχήσω, σχήσομαι, σχεθήσομαι (aoristic; middle also used in passive sense)
  • Aorist: ἔσχον, ἐσχόμην (middle used in passive sense)
  • Perfect: ἔσχηκᾰ, ἔσχημαι
  • Pluperfect : ἐσχήκειν

ἔχω is referred to as an ω-verb because it ends in omega in the first person singular, present indicative active of the first principal part. ω-verbs differ from μι-verbs in stems and in endings in some tenses. All ω-verbs form their present indicative active just as ἔχω does.

The verb ἔχω- have is in the active voice[edit | edit source]

  Οριστ. Υποτ. Ευκτ. Προστ. Απαρ.
ενεστ. ἔχω ἔχω ἔχοιμι - ἔχειν
ἔχεις ἔχῃς ἔχοις ἔχε
ἔχει ἔχῃ ἔχοι ἐχέτω
ἔχομεν ἔχωμεν ἔχοιμεν -
ἔχετε ἔχητε ἔχοιτε ἔχετε
ἔχουσι / ἔχουσιν ἔχωσι / ἔχωσιν ἔχοιεν ἐχέτωσαν / ἐχόντων
πρτ. εἶχον - - - -
εἶχες - - -
εἶχε / εἶχεν - - -
εἴχομεν - - -
εἴχετε - - -
εἶχον - - -
μέλ. σχήσω / ἕξω - σχήσοιμι / ἕξοιμι - σχήσειν / ἕξειν
σχήσεις / ἕξεις - σχήσοις / ἕξοις -
σχήσει / ἕξει - σχήσοι / ἕξοι -
σχήσομεν / ἕξομεν - σχήσοιμεν / ἕξοιμεν -
σχήσετε / ἕξετε - σχήσοιτε / ἕξοιτε -
σχήσουσι / σχήσουσιν / ἕξουσι / ἕξουσιν - σχήσοιεν / ἕξοιεν -
αόρ. β ἔσχον σχῶ σχοίην - σχεῖν
ἔσχες σχῇς σχοίης σχές
ἔσχε / ἔσχεν σχῇ σχοίη σχέτω
ἔσχομεν σχῶμεν σχοῖμεν -
ἔσχετε σχῆτε σχοῖτε σχέτε
ἔσχον σχῶσι / σχῶσιν σχοίησαν / σχοῖεν σχόντων
παρακ. ἔσχηκα ἐσχηκώς ὦ ἐσχηκώς εἴην - ἐσχηκέναι
ἔσχηκας ἐσχηκώς ᾖς ἐσχηκώς εἴης ἐσχηκώς ἴσθι
ἔσχηκε / ἔσχηκεν ἐσχηκώς ᾖ ἐσχηκώς εἴη ἐσχηκώς ἔστω
ἐσχήκαμεν ἐσχηκότες ὦμεν ἐσχηκότες εἴημεν / ἐσχηκότες εἶμεν -
ἐσχήκατε ἐσχηκότες ἦτε ἐσχηκότες εἴητε / ἐσχηκότες εἶτε ἐσχηκότες ἔστε
ἐσχήκασι / ἐσχήκασιν ἐσχηκότες ὦσι / ἐσχηκότες ὦσιν ἐσχηκότες εἴησαν / ἐσχηκότες εἶεν ἐσχηκότες ἔστων / ἐσχηκότες ἔστωσαν / ἐσχηκότες ὄντων
υπερσυντ. ἐσχήκειν - - - -
ἐσχήκεις - - -
ἐσχήκει - - -
ἐσχήκεμεν - - -
ἐσχήκετε - - -
ἐσχήκεσαν - - -

The verb ἔχω-have in the middle voice[edit | edit source]

  Οριστ. Υποτ. Ευκτ. Προστ. Απαρ.
ενεστ. ἔχομαι ἔχωμαι ἐχοίμην - ἔχεσθαι
ἔχει / ἔχῃ ἔχῃ ἔχοιο ἔχου
ἔχεται ἔχηται ἔχοιτο ἐχέσθω
ἐχόμεθα ἐχώμεθα ἐχοίμεθα -
ἔχεσθε ἔχησθε ἔχοισθε ἔχεσθε
ἔχονται ἔχωνται ἔχοιντο ἐχέσθων / ἐχέσθωσαν
πρτ. εἰχόμην - - - -
εἴχου - - -
εἴχετο - - -
εἰχόμεθα - - -
εἴχεσθε - - -
εἴχοντο - - -
μέλ. σχήσομαι / ἕξομαι - σχησοίμην / ἑξοίμην - σχήσεσθαι / ἕξεσθαι
σχήσει / σχήσῃ / ἕξει / ἕξῃ - σχήσοιο / ἕξοιο -
σχήσεται / ἕξεται - σχήσοιτο / ἕξοιτο -
σχησόμεθα / ἑξόμεθα - σχησοίμεθα / ἑξοίμεθα -
σχήσεσθε / ἕξεσθε - σχήσοισθε / ἕξοισθε -
σχήσονται / ἕξονται - σχήσοιντο / ἕξοιντο -
παθ. μέλ. α σχεθήσομαι - - - -
σχεθήσει / σχεθήσῃ - - -
σχεθήσεται - - -
σχεθησόμεθα - - -
σχεθήσεσθε - - -
σχεθήσονται - - -
αόρ. β ἐσχόμην σχῶμαι σχοίμην - σχέσθαι
ἔσχου σχῇ σχοῖο σχοῦ
ἔσχετο σχῆται σχοῖτο σχέσθω
ἐσχόμεθα σχώμεθα σχοίμεθα -
ἔσχεσθε σχῆσθε σχοῖσθε σχέσθε
ἔσχοντο σχῶνται σχοῖντο σχέσθων
παθ. αόρ. ἐσχέθην - - - -
ἐσχέθης - - -
ἐσχέθη - - -
ἐσχέθημεν - - -
ἐσχέθητε - - -
ἐσχέθησαν - - -
παρακ. ἔσχημαι ἐσχημένος ὦ ἐσχημένος εἴην - ἐσχῆσθαι
ἔσχησαι ἐσχημένος ᾖς ἐσχημένος εἴης ἔσχησο
ἔσχηται ἐσχημένος ᾖ ἐσχημένος εἴη ἐσχήσθω
ἐσχήμεθα ἐσχημένοι ὦμεν ἐσχημένοι εἴημεν / ἐσχημένοι εἶμεν -
ἔσχησθε ἐσχημένοι ἦτε ἐσχημένοι εἴητε / ἐσχημένοι εἶτε ἔσχησθε
ἔσχηνται ἐσχημένοι ὦσι / ἐσχημένοι ὦσιν ἐσχημένοι εἴησαν / ἐσχημένοι εἶεν ἐσχήσθων / ἐσχήσθωσαν
υπερσυντ. ἐσχήμην - - - -
ἔσχησο - - -
ἔσχητο - - -
ἐσχήμεθα - - -
ἔσχησθε - - -
ἔσχηντο - - -

Author[edit source]

Marianthi

  • Ευγενική χορηγία που στοχεύει να βοηθήσει μαθητές ή μη, απανταχού της Γης, που επιδίδονται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!
  • Contribution bénévole visant à aider les personnes, partout dans le monde, qui sont engagées dans l'apprentissage de la langue grecque !
  • Voluntary contribution aimed at helping people, all over the world, who are committed to learning the Greek language! 

Other Lessons[edit | edit source]

Contributors

Maintenance script, Vincent and Marianth


Create a new Lesson